- παίρνω
- πήρα, πάρθηκα, παρμένος1. πιάνω, αδράχνω: Πήρε το μαχαίρι κι έκοψε ψωμί.2. αποσπώ, παρασύρω: Ο αγέρας πήρε τη σκεπή του σπιτιού. – Το ποτάμι πήρε το γεφύρι.3. κλέβω, κυριεύω: Κάποιος μου πήρε την τσάντα. – Πήραν την Πόλη οι Τούρκοι.4. δέχομαι: Πήρα γράμμα από τους δικούς μου.5. αποχτώ, παθαίνω: Πήρα κρυολόγημα.6. αγοράζω: Πήρα αυτοκίνητο.7. παντρεύομαι: Η Μαριγώ πήρε το δάσκαλο.8. χρησιμοποιώ μεταφορικό μέσο: Πήρα το τρένο κι ήρθα.9. έχω περιθώριο χρόνου: Δε με παίρνει η ώρα.10. μαθαίνω, καταλαβαίνω εύκολα: Τα παίρνει τα γράμματα το παιδί.11. πληρώνομαι: Παίρνει καλό μισθό.12. αμτβ., αρχίζει: Παίρνει και ξημερώνει. – Το τυρί παίρνει και μυρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.